νειμαι

νειμαι
    νεῖμαι
    inf. aor. к νέμω См. νεμω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "νειμαι" в других словарях:

  • νείμαι — νείμαῑ , νέμω deal out aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεῖμαι — νέμω deal out aor imperat mid 2nd sg νέμω deal out aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεῖμ' — νεῖμαι , νέμω deal out aor imperat mid 2nd sg νεῖμαι , νέμω deal out aor inf act νεῖμα , νέμω deal out aor ind act 1st sg (homeric ionic) νεῖμε , νέμω deal out aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήξις — (I) λῆξις, ἡ (ΑM, Α ιων. τ. λάξις) 1. τόπος που παραχωρήθηκε για διαμονή («θεῶν καὶ τῶν εἰς θείαν λῆξιν πορευθέντων», Ιουλ.) 2. κατάσταση αρχ. 1. ο καθορισμός ή ο διορισμός με κλήρο, η απόκτηση με κλήρο («ἀρχῆς λῆξιν καὶ κρίσιν», Πλάτ.) 2. η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»